4 Νοε 2014

Η ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ






Η αθλητική ψυχολογία είναι ένας τομέας που άρχισε να αναπτύσσεται ταχύτατα στον επαγγελματικό αθλητισμό και πρωταθλητισμό. Στόχος της είναι η βελτίωση των ψυχολογικών δεξιοτήτων του αθλητή, για τη μεγιστοποίηση της απόδοσής του. Ο ρόλος της είναι καθαρά εκπαιδευτικός και όχι ψυχοθεραπευτικός. Βοηθά τον αθλητή στη διαχείριση του άγχους του, στην καλύτερη αυτοσυγκέντρωσή του και στην αυτοπεποίθησή του σε συνάρτηση με τις αθλητικές του δραστηριότητες.


Η συμβουλευτική ψυχολογία κινείται σε λίγο διαφορετικό επίπεδο. Δίνει έμφαση στο κίνητρο επάρκειας και την επανατροφοδότηση, αθλητών, γονιών, αλλά και προπονητών. Κάνει προτάσεις για την σωστή διαχείριση της ομάδας σε έναν προπονητή, τον βοηθά να αξιολογήσει τα ψυχολογικά προσόντα που θέλει να αναπτύξει ο ίδιος και αφορούν στο ύφος ηγέτη που επιθυμεί να ακολουθεί και του ταιριάζει. Συνεπακόλουθα, διερευνά τους βαθύτερους λόγους που κινούν κάποιους γονείς να ωθούν επίμονα τα παιδιά τους στον αθλητισμό.

Στις αρχές του 1990, άρχισαν οι πρώτες παρατηρήσεις για τις συνέπειες που επέφερε η μονομερής έμφαση στην επίδοση του αθλητή, στην ψυχολογική και σωματική του υγεία. Ειδικά στους νεαρούς αθλητές, παρατηρήθηκε ότι η εμμονή στις επιδόσεις δημιούργησε άτομα με  μονοδιάστατες αθλητικές ταυτότητες και άσχημες συμπεριφορές, που τους ακολουθούσαν στην προσωπική τους ζωή, ακόμα και όταν αποσύρθηκαν από τον αθλητισμό. Έτσι, η αθλητική ψυχολογία άρχισε να δίνει έμφαση στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων της ζωής στους αθλητές,  με στόχο την εναρμόνιση της αθλητικής και κοινωνικής τους ζωής.

Η «θεωρία της επάρκειας», αναπτύχθηκε σαν έννοια από τον αμερικάνο ψυχολόγο Robert W. White. Σύμφωνα με αυτή, το κίνητρο επάρκειας, είναι μια έμφυτη ανάγκη σε παιδιά και ενήλικες, αλληλεπίδρασης με το φυσικό και κοινωνικό τους περιβάλλον. Μια εσωτερική ενόρμηση, να πειραματίζονται για να διαπιστώσουν αν μπορούν να τα καταφέρουν για να τελειοποιήσουν τις δεξιότητές τους, για να δοκιμάσουν τις ικανότητές τους -εν γένει- και τελικά να απολαύσουν την αίσθηση που θα αποκομίσουν, βιώνοντας συναισθήματα ικανοποίησης. Ως εκ τούτου, η «εσωτερικά κινητοποιούμενη συμπεριφορά» ή αλλιώς «εσωτερική παρακίνηση» ενός αθλητή, είναι το μυστικό για την καλή του ψυχολογία, δηλαδή το να αθλείται και να διασκεδάζει, έχοντας κυρίως προσωπικά κίνητρα και όχι γιατί θα ευχαριστήσει τους «σημαντικούς άλλους» στη ζωή του, ή θα κερδίσει  μια ανταμοιβή. Από έρευνες που έχουν γίνει, έχει αποδειχτεί πως με την «εσωτερική παρακίνηση», τα παιδιά γίνονται πιο επίμονα, έχουν καλύτερη απόδοση και ενδιαφέρονται για μεγάλο χρονικό διάστημα γι’ αυτό που κάνουν. Στα πλαίσια του πρωταθλητισμού, ο αθλητής θέλγεται κάποιες φορές περισσότερο από «εξωτερικά κινητοποιούμενη συμπεριφορά» για να αποκτηθεί μια αμοιβή, γιατί κάτι τέτοιο εξυπηρετεί το σύλλογο που ανήκει ή ικανοποιεί την επιθυμία του γονιού του. Το αποτέλεσμα είναι πως οδηγείται  συχνά σε μεγάλη ψυχολογική φόρτιση. 

Σε μια έρευνα στις ΗΠΑ σχετική με τον εξωσχολικό αθλητισμό, η οποία διεξάχθηκε ανάμεσα σε 8.000 παιδιά, ο σημαντικότερος λόγος συμμετοχής τους σε αθλοπαιδιές, ήταν η διασκέδαση και όχι η νίκη. Τα παιδιά από τη φύση τους υιοθετούν έναν αμυντικό μηχανισμό, αυτόν του «παντοδύναμου ελέγχου». Πιστεύουν ότι είναι παντοδύναμα και όμοια και οι άνθρωποι που αγαπούν και θαυμάζουν, οι γονείς και οι δάσκαλοί τους. Τα παιδιά, μετά το 5ο έτος της ηλικίας τους, μέσα από το παιχνίδι προσδοκούν ευκαιρίες για επιτυχία, διασύνδεση, υπεροχή, ανεξαρτησία και επιθετικότητα.  Έχουν ανάγκη να αισθάνονται ότι τα καταφέρνουν και  συμμετέχουν στο παιχνίδι, γι’ αυτό και τα ενδιαφέρει πολύ περισσότερο η συμμετοχή από τη νίκη. Βρίσκονται στην ιδανική ηλικία για να ενθαρρυνθούν, να μάθουν να τολμούν ακόμα και αν φοβούνται, να παίζουν και να σέβονται τον αντίπαλο και τους κανόνες, να αντέχουν την ήττα. Δυστυχώς όμως, στους αγωνιστικούς χώρους οι «μεγάλοι» ενδιαφέρονται συχνά, πρωτίστως για τη νίκη. 

Στο σημείο τούτο, πρέπει να γράψω ότι ή άποψη εκείνων που διατείνονται ότι μόνο θετικές συνέπειες έχει στην ανάπτυξη των παιδιών, η συμμετοχή τους σε αγώνες αθλοπαιδιών, θα πρέπει να αντιπαραβληθεί με τα λόγια της διακεκριμένης αμερικανίδας κλινικής ψυχολόγου Nancy McWilliams: “η κοινωνική επιδοκιμασία ενός τρόπου ζωής, ο οποίος ξεπερνά τα ανθρώπινα όρια, επικυρώνει μια πολιτισμική ψυχοπαθολογία. Τα τελευταία χρόνια, συνεχώς αμφισβητώ τις πεποιθήσεις των ασθενών μου, για το πόσο μπορούν να ζορίσουν τον εαυτό τους". Επομένως, δε γνωρίζουμε, ευθύς εξαρχής, το όριο στο οποίο ένα παιδί πιέζεται για να αγωνιστεί ή να εκπληρώσει τους ευσεβείς πόθους κάποιων άλλων και θα πρέπει να διερευνούμε με ευλάβεια μέχρι που φτάνουν οι αντοχές του, γιατί οφείλουμε να το προστατέψουμε.

Η επαρκής ανατροφοδότηση από τους μεγάλους, είναι πολύ σημαντική για τα παιδιά. Κάποιοι ειδικοί τη θεωρούν «Λυδία λίθο» για την πρόοδο του αθλητή. Αποτελείται από τρια κομμάτια: α) την αντικειμενική ανατροφοδότηση, όπου με στοιχεία και στατιστικά της απόδοσης αναλύεται η πρόοδος του αθλητή,  β) τη συναισθηματική κινητοποίηση/ανατροφοδότηση, όπου η παρέμβαση γίνεται λεκτικά ή με στάσεις του σώματος και ενθαρρύνει, επιβεβαιώνει τον αθλητή και γ) την ανατροφοδότηση αξιολόγησης στόχων, όπου με ανάλυση των αποτελεσμάτων γίνεται μια εποικοδομητική κριτική. 

Θα ήθελα να σταθώ στο δεύτερο κομμάτι, αυτό της συναισθηματικής κινητοποίησης του αθλητή και της θετικής ανατροφοδότησής του. Η ενθάρρυνση (μηχανισμός ενίσχυσης) του προπονητή και του γονέα ή και των συναθλητών και συνομήλικων, μπορούν να βοηθήσουν τον αθλητή ενισχύοντάς τον σε αυτό που κάνει, εντοπίζοντας και εξηγώντας με συγκεκριμένο τρόπο την επιβράβευσή του και όχι σκορπώντας μονάχα φιλοφρονήσεις και αόριστα μπράβο. Για παράδειγμα, είναι περισσότερο εποικοδομητικό να πει κανείς ότι ο τρόπος που εκτελείται μια δεξιότητα είναι άρτιος, από το να δώσει μια γενική φιλοφρόνηση. Η εξωτερική παρακίνηση και ανατροφοδότηση πρέπει να είναι συγκεκριμένη και εστιασμένη, να σχετίζεται με τις δυνατότητες του αθλητή, να είναι αντικειμενική - και ακριβώς όπως υποστηρίζεται η κατάργηση των τιμωριών και η αντικατάστασή τους από τις φυσικές συνέπειες μιας πράξης - οι εξωτερικές απολαβές/ανταλλάγματα, μπορούν να είναι οι φυσικές απολαβές μιας επιτυχίας, για παράδειγμα, το βραβείο μετά από μια νίκη. Επίσης, δεν είναι κακό να πει ένας γονιός ή ένας προπονητής σε έναν παιδί, ότι έχει το δικαίωμα να χάσει και δεν πειράζει· και είναι προτιμότερο από το να του πει, πως δεν ήταν καλός, γι’ αυτό ηττήθηκε. Η ζωή δεν είναι μόνο μάχες για νίκες, δεν είναι κακό να φοβάται κανείς να αγωνιστεί, είναι ανθρώπινο αυτό το συναίσθημα και πολλές φορές σωτήριο. Επιπλέον, είναι συνετό να μάθει να επιλέγει κάποιος τις μάχες που θα δώσει. 

Καθοριστικός είναι και ο τρόπος επικοινωνίας των αθλητών, αλλά και του προπονητή με αυτούς. Υπάρχουν πολλά μοντέλα «ηγεσίας» σύμφωνα με τα οποία ένας προπονητής μπορεί να διαχειριστεί την ομάδα του. Οι κοινωνιολόγοι Lippitt και White ασχολήθηκαν εκτενώς με το ύφος ηγεσίας  που είναι αποτελεσματικότερο για έναν ηγέτη: α)στο αυταρχικό ύφος ο ηγέτης είναι επικεντρωμένος αποκλειστικά στο έργο, είναι απόμακρος και δίνει εντολές,  β)στο δημοκρατικό ύφος, ο ηγέτης δεν ξεχωρίζει τον εαυτό του από τα μέλη της ομάδας, ζητά τη γνώμη τους και συζητά μεταξύ τους, γ)στο laissez-faire παρεμβαίνει ελάχιστα και αφήνει την ομάδα να λειτουργήσει αυτοβούλως. Τα αποτελέσματα των ερευνών τους, έδειξαν πως στο δημοκρατικό ύφος ο ηγέτης ήταν ο πιο δημοφιλής και παράλληλα η απόδοση της ομάδας του, ήταν πολύ καλύτερη σε σχέση με τα άλλα δυο είδη ηγεσίας. Στο αυταρχικό ύφος, η ομάδα είχε απόδοση μονάχα όταν ο ηγέτης ήταν παρών και στο laisez-faire μόνο όταν απουσίαζε. Στον αθλητισμό, προτείνονται προς χρήση δυο είδη ηγεσίας για τον προπονητή, το αυταρχικό και το δημοκρατικό. Λέγεται, πως αναλόγως με την περίσταση ένας προπονητής μπορεί να ακολουθήσει το ένα από τα δυο ή και τα δυο σε συνδυασμό. Επίσης, οι ειδικοί υποστηρίζουν πως αν τον ενδιαφέρει η επιτυχία και  μόνο η επιτυχία, η νίκη δηλαδή, θα πρέπει να είναι περισσότερο αυταρχικός. Έρευνες που έχουν γίνει, αποκαλύπτουν πως οι προπονητές στην πλειοψηφία τους ασκούν το απολυταρχικό μοντέλο ηγεσίας. Παράλληλα, η ερμηνεία από την ανάλυση των ερευνών, έδειξε πως πολλοί προπονητές επιλέγουν το επάγγελμα γιατί έχουν την τάση να εξουσιάζουν τους άλλους και ικανοποιείται έτσι η ανάγκη τους αυτή. Δυστυχώς, κάποιοι αθλητές που μεγαλώνουν σε ένα απολυταρχικό και αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον, αισθάνονται οικεία και δεν δυσανασχετούν. Σύμφωνα με το πολυδιάστατο μοντέλο ηγεσίας στον αθλητισμό, το οποίο άρχισε να αναπτύσσεται τελευταία, ο προπονητής πρέπει να μπορεί να μεταβάλει την προσέγγισή του ανάλογα με τις συνθήκες και την κατάσταση των αθλητών του, σε μια συνεχή αλληλεπίδραση μεταξύ των μελών της ομάδας, των συνθηκών και του ίδιου. Σε κάθε περίπτωση, ο προπονητής οφείλει να μεταχειρίζεται έναν αθλητή με ευγένεια και ο αθλητής πρέπει να αναζητά και να διεκδικεί την ευγένεια και το σεβασμό από τον προπονητή του. Υπογραμμίστε, πως ιδανικός προπονητής δεν υπάρχει, ωστόσο τα προσόντα του έχουν καταγραφεί: ευφυής, ρεαλιστής, πρακτικός, επινοητικός, αποφασιστικός, αυτάρκης και κυρίως υποστηρικτικός με τους αθλητές του σε περιόδους κρίσης. Ο αποτελεσματικός ηγέτης, κατά τους ερευνητές Murray & Mann έχει τα ακόλουθα δέκα χαρακτηριστικά: εμπιστοσύνη, αμεροληψία, γενναιοδωρία, σεβασμό, έγνοια, ευγνωμοσύνη, αξιοπρέπεια, ακεραιότητα, ανυπόκριτο ενδιαφέρον και ανταπόκριση.

Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να κάνω κάποιες αναφορές στο ρόλο των γονιών. Σε ολόκληρη την βιβλιογραφία της αθλητικής ψυχολογίας, ο ρόλος τους αναφέρεται σύντομα, παρόλα ταύτα είναι ίσως ο πιο καθοριστικός στην πορεία των παιδιών τους στον αθλητισμό. Οι φιλοδοξίες ενός νεαρού αθλητή, καθορίζονται αποφασιστικά από τον τρόπο της συμπεριφοράς των γονέων του και έπειτα των φίλων και του προπονητή του. Σχεδόν πάντα, ακούει κανείς ένα παιδί να λέει πως  θέλει να τα καταφέρει για να κάνει υπερήφανους τους γονείς του. Αργότερα, θα υιοθετήσει κυρίως τις στάσεις που έχουν οι γονείς του, σε σχέση με τον αθλητισμό. Το ιδανικό θα είναι να δώσει χώρο ο γονιός στο παιδί,  για να αποφασίσει το ίδιο αν αξίζει τον κόπο να αγωνισθεί και να επιλέξει να παίρνει μέρος σε αγωνιστικές δραστηριότητες γιατί κάτι τέτοιο του δίνει χαρά. Αυτό μπορεί  να το πετύχει δημιουργώντας ένα ψυχολογικά ασφαλές περιβάλλον για το παιδί, χωρίς να είναι επικριτικός ή συμβουλευτικός, αλλά απλά υποστηρικτικός.

Τέλος, ο γονιός πρέπει να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος ως προς το αθλητικό περιβάλλον που επιλέγει να βρίσκεται το παιδί του. Δεν πρέπει να επιτρέπει σε κανέναν προπονητή να κακοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο το παιδί του ή να το τιμωρεί. Αν το παιδί του είναι πειθήνιο σε τέτοιες συμπεριφορές, θα πρέπει να προβληματιστεί για το αν το οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο ο ίδιος το μεγαλώνει, είναι ανάλογο. Οι γονείς θα πρέπει να κατονομάζουν προπονητές και συλλόγους που φέρονται αυστηρά και τιμωρητικά στους αθλητές. Επίσης, θα πρέπει να δίνουν χώρο και χρόνο στο παιδί τους- με σιωπηλή και ενεργητική ακρόαση -ενθαρρύνοντάς το να τους εκφράζει τους προβληματισμούς του. Με την «αντανάκλαση συναισθήματος» και την παράφραση, μπορούν να το υποβοηθούν να εκφράσει τα συναισθήματά του. Με μεγάλη τους έκπληξη θα διαπιστώσουν, ότι ο νεαρός αθλητής, είναι απόλυτα ικανός να δώσει λύση στα προβλήματά του και η παρεμβατική τάση του γονιού πολλές φορές είναι περιττή.

Σοφία Ξυγαλά (καθηγήτρια Φυσικής Αγωγής, Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας)

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γ. Δογάνης: ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Εκδόσεις Χριστοδουλίδης.
G.J. Graig & D. Baucum: Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. Εκδόσεις Παπαζήση.
M. Hewstone & W. Stroebe: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Εκδόσεις Παπαζήση.
N. McWilliams: Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία. Εκδόσεις ΙΨΥ.
R. Martens: ΠΡΟΠΟΝΗΤΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Εκδόσεις Σάλτο.


                                                                                              (Πρώτη δημοσίευση στον Πανελλήνιο Οδηγό Πολεμικών Τεχνών)

Δεν υπάρχουν σχόλια: